ὄχμος

ὄχμος
ὄχμα, ὀχμάζω, ὄχμος
See also: s. 1. ἔχω.
Page in Frisk: 2,457

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • όχμος — ὄχμος και ὀχμός ὁ (Α) 1. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού, όγμος* 2. οχυρός τόπος, πύργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω* (Ι) + κατάλ. μος] …   Dictionary of Greek

  • ὄχμος — fortress masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεοχμός — ὁ, Α συναρμογή («τὸν ῥ ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. *συνοχμός (< συν * + οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”